ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
(Από το αρχείο του Συλλόγου μας)
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα αγγέλοι αρχάγγελοι όλοι μαυροφορούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκατηραμένοι,
να πιάσουνε το Λυτρωτή να παν να Τον σταυρώσουν.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι αφού τον ετελείωσε ο Κύριος το δείπνο,
άρχισε να τον ευλογεί το χέρι Του τ’ αγίο.
-΄Ενας από τους μαθητές είναι να Με προδώσει,
στα χέρια των οβραίωνε για να Με παραδώσει.
΄Ενας τον άλλο κοίταξε, ένας τον άλλο λέει:
– Μήπως εγώ διδάσκαλε είν’ που θα Σε προδώσω;
στα χέρια των οβραίωνε για να Σε παραδώσω;
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόνταν στο θρονί Της
την προσευχή Της έκανε για τον Μονογενή Της.
Φωνή Της ήλθε εξ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
– Σώνουν Κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες,
Και Τον Υιό Σου πιάσανε και στον χαλκιά Τον πάνε,
και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί Τον τυραννάνε.
– Χαλκιά χαλκιά φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Κι εκείνος ο παράνομος, βαρεί και φτιάνει πέντε.
-Συ φαραέ που τ’άφτιαξες, πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλτε Του δυό στα χέρια Του, και τ’ άλλα δυό στα πόδια.
Το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά Του,
να τρέξει γαίμα και νερό, από τα σωθικά Του.
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθει.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο,
και τρία με ροδόσταμο, για να’ρθει ο λογισμός Της!
Κι αφού Της ήλθε ο λογισμός κι αφού της ήλθε ο νους Της
Ζητεί μαχαίρι να σφαγεί φωτιά να πάει να πέσει,
ζητεί γκρεμνό να γκρεμιστεί, για τον Μονογενή Της.
-Λάβε Κυρά μου υπομονή, λάβε Κυρά μου ανάσα.
-Και πως να λάβω υπομονή, και πως να λάβω ανάσα;
που έχω γυιό Μονογενή και Κείνο σταυρωμένο.
Η Μάρθα κ’ η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα,
και του Ιακώβου η αδελφή, κι οι τέσσερεις αντάμα,
έπιασαν το στρατί- στρατί, στρατί το μονοπάτι,
κι μοίρα τους τις έβγαλε μπρος του ληστή την πόρτα.
-΄Ανοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά, κανένα δε γνωρίζει.
Τηρά και δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ Γιάννη.
– Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και Bαπτιστή του γιού μου,
μην είδες Τον τον γυιόκα μου και σε τον δάσκαλό Σου;
– Δεν έχω γλώσσα να στο ’πώ, χείλη να στο μιλήσω.
Δεν έχω χεροπάλαμο για να σου Τονε δείξω.
Βλέπεις Εκείνο τον γυμνό και τον κατατρεγμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο γαίμα βουτηγμένο;
Βλέπεις Εκείνον τον γυμνό και τον ανεμαλλιάρη
Οπού φορεί στη κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν’ ο γυιόκας Σου, και με ο δάσκαλός μου.
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, τούτο τον λόγο λέει:
– Πού’ναι γκρεμνός να γκρεμιστώ, γιαλός να πάω να πέσω.
Κι Παναγιά πλησίασε, γλυκά Τον ερωτούσε:
– Δεν μου μιλείς παιδάκι μου, δεν μου μιλείς παιδί μου.
Κανένας δεν της μίλησε να την παρηγορήσει.
Μόν’ ο Χριστός της μίλησε απ’ το Σταυρό επάνω.
Αν γκρεμιστείς Εσύ Κερά, γκρεμιέται ο κόσμος όλος
Μάνα μου λάβε υπομονή μαζί κι όλος ο κόσμος
Πήγαινε μάνα πήγαινε και διάφορο δεν έχεις.
Πάρε τον ΄Αϊ Γιάννη γιό, μαζί Σου να τον έχεις.
– Ποιός έχει γιό Μονογενή και παίρνει ξένη γέννα;
– Πήγαινε μάνα πήγαινε και διάφορο δεν έχεις.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κάτσε να μ’ απαντέχεις.
Μόν’να λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες,
σημάνει ο Θιός, σημάνει η γης, σημάνουν τα ουράνια,
σημάνει κι η Αγιά Σοφιά το Μέγα μοναστήρι,
με χρυσαφένια σήμαντρα και τις χρυσές καμπάνες.
Τότε και Συ μανούλα μου κάνε χαρές μεγάλες.
Όποιος τ’ ακούσει σώζεται, κι όποιος το λέει αγιάζει,
κι όποιος το καλαφουγκραστεί, Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.
Μύκονος- Απρίλιος 2012
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ- ΚΑΛΗ ΛΑΜΠΡΗ
Leave A Comment